Θυμάσαι;







   
-Ε, ψιτ θυμάσαι πως ήταν; Θυμάσαι την μυρωδιά;
- Όχι, προσπαθώ να θυμηθώ αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ να θυμηθώ μυρωδιές. Αντιθέτως, οι μυρωδιές μου θυμίζουν πράγματα. Αυτή τη στιγμή μυρίζω το νερό που ξεπλένω τα πινέλα.
- Θυμάσαι ποια εποχή ήταν; Άνοιξη; Καλοκαίρι;
- Θυμάμαι. Ήταν Φθινόπωρο. Αρχές Σεπτέμβρη. Βράδυ. Είχε μόλις βρέξει. Τα νερά των δρόμων αντανακλούσαν τα φώτα των αυτοκινήτων. Κόκκινες, άσπρες γυαλιστερές γραμμές. Στραβές φωτεινές γραμμές έδιναν χρώμα στη νύχτα.
- Και εσύ;
- Τι και γω; Εγώ ήμουν όπως και τώρα. Μπερδεμένος. Ψάχνω ακόμα να βρω την άκρη από κάτι που δεν γνωρίζω. Και τότε αυτό έκανα, χωρίς επιτυχία.
- Τι έκανες τότε; Που ήσουν;
- Είχα τελειώσει από την σχολή. Θα συναντούσα ένα φίλο στο σπίτι του. Θα καθόμασταν για συζήτηση και να ακούσουμε μουσική. Είχε μια μικρή αυλή στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας. Μίζερη. Την περιέκλειε ο όγκος των φθαρμένων τοίχων των γύρω πολυκατοικιών. Έβλεπες τα φώτα των διαμερισμάτων, καμιά φορά εμφανιζόταν κάποια βαριά νωχελική φιγούρα.
Το κομμάτι του ουρανού τα διέσχιζαν τρία καλώδια, σαν χαρακιές, σαν πληγές. Σαν μόνιμο σημάδι σε ένα τρυφερό πρόσωπο. Υπήρχε υγρασία και μια μόνιμη μυρωδιά μούχλας.
.- Και σου άρεσε αυτό;
- Δεν θα το 'λεγα. Ίσως να μην μου άρεσε τίποτα αλλά και  να μου άρεσαν όλα ταυτόχρονα. Περίεργο πράγμα όταν δεν ξέρεις τι θέλεις, τι ψάχνεις τι σε ικανοποιεί. Στην αρχή τα δέχεσαι όλα και μετά τα απορρίπτεις. Απορρίπτεις το περιβάλλον που ζεις, τους φίλους,  τις σχέσεις. Σαν να γεμίζεις μια βαλίτσα με πράγματα που νομίζεις ότι θα χρειαστείς στο ταξίδι αλλά στην πορεία να πετάς, να πετάς, επειδή δεν αντέχεις το περιττό βάρος. Περπατάς με την βαλίτσα στην πλάτη, γερνάς και δεν αντέχεις πολλά πολλά.  Και στο τέλος της πορείας, στο πέρασμα του χρόνου να συνειδητοποιείς ότι το μόνο που χρειαζόσουν ήταν τα ρούχα που φοράς.
-Ετσι απλά; Κυνικά;
-Δεν νομίζω ότι συμβαίνει κάτι άλλο διαφορετικό. Όλα όσα κάνουμε μας θυμίζουν ότι δεν μπορούμε να τα έχουμε ανεξίτηλα, ανεξαντλητα. Είναι προσωρινα, κάποια στιγμή θα μας γίνουν βαρίδια που θα πρέπει να τα αφήσουμε πίσω αν θέλουμε να πάμε παραπέρα. Όσο κουραζόμαστε δεν αντέχουμε για πολλά πολλά. Βέβαια πάντα οι συνοδοιπόροι είναι αυτοί που βοηθούν στην πορεία σου και στην πορεία τους. Αλλά και αυτούς μερικές φορές θα πρέπει να τους αφήνεις όταν γίνονται βάρος. Όταν τα δικά τους πράγματα μετατρέπονται σε άγκυρα.
-Και τότε; Πώς συνέβη;
-Δεν συνέβη ποτέ. Αν θες να μάθεις. Θα το θεωρήσεις παράλογο. Αλλά δεν ήθελα να  συμβεί ποτέ. Ίσως το περιβάλλον, η αυλή , οι θλιβεροί τοίχοι, η μυρωδιά της μούχλας, οι θεωρητικές συζητήσεις για  μια ουτοπική κοινωνική επανάσταση, που κατά βάθος κανένας δεν ήθελε, αλλά αυτό δεν έπρεπε να φανεί προς τα εξω. Δεν ήθελα να δεθώ  με αυτό το κομμάτι. Ήθελα να το βάλω στη βαλίτσα μου και αν το χρειαστώ να το κρατήσω αλλιώς να το πεταξω. Δεν ήθελα να δεθώ με αυτό. Ούτως ή άλλως δεν ήξερα τι ήθελα, τι έψαχνα. Όλα μου φαίνονταν όμορφα και αποκρουστικά ταυτόχρονα.
Αλλά δεν είχα επιλέξει. Ούτε ακόμα εχω επιλέξει, παρόλο που έχω αδειάσει πολλά πράγματα, αλλά έχω φορτώσει αλλά τόσα.
Έφυγα, δοκίμασα νέα πράγματα, πλέον κρατώ αυτά που μου φέρνουν ηρεμία στην ψυχή. Να μπορώ να κοιμάμαι χωρίς έγνοιες και να ξυπνάω χωρίς κατάθλιψη.
-Αυτο μόνο.
Μέχρι στιγμής ναι, αυτό. Μια ζεστή αγκαλιά για το βράδυ και ένα χάδι για καλημέρα. Όλα τα άλλα είναι απλά αποσκευές που κάποια στιγμή θα γίνουν βαρίδια.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις