Θεσσαλονίκη

Όλοι ήταν στην βεράντα. Κάπνιζαν,  και έπιναν τις τελευταίες μπύρες που είχαν απομείνει από το πάρτι.
Ήταν περασμένες τρεις το πρωί, η καλοκαιρινή δροσιά ανάγκασε μερικούς να φορέσουν ελαφριά μπουφάν.
Ο αέρας μύριζε αγιόκλημα, γιασεμί και νυχτολούλουδα, . Η μουσική έπαιζε χαμηλόφωνα από το κασετόφωνο και η προσπάθεια να παραμείνει η συζήτηση χαμηλόφωνη έπεφτε στο κενό από κάποιο  απότομο έντονο γέλιο. Κανείς δεν είχε όρεξη να φύγει, κανείς δεν είχε όρεξη να τελειώσει. Περνούσαν όμορφα. Όλοι περνούσαμε όμορφα, παρόλο που .εγώ είχα προτιμήσει τον καναπέ του σαλονιού, Υπήρχε και εκείνη στην διπλανή πολυθρόνα. Έπιασα μια παραπεταμένη κιθάρα, την κούρδισα πρόχειρα, με το αυτί.
Λα μινόρε με το αριστερό χέρι, αρπέτζιο με το δεξί.  
  Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ' αγαπώ
αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό.
Εκείνη έφυγε για πάντα, πέταξε,  μετά από λίγους μήνες, ούτε μου είπε ούτε της είπα " σ' αγαπώ  " .
Ούτως ή άλλως οι εφηβικοί έρωτες είναι επιπόλαιοι, δεν αντέχουν στον χρόνο. Αυτό που αντέχει είναι η ανάμνηση και τα συναισθήματα του ανολοκλήρωτου, αυτού που γυρνάει μέσα στην ψυχή ψάχνοντας την εξιλέωση.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις